Αλφα

Βήτα

Γάμμα

Δέλτα

Έψιλον

Ζήτα

Ήτα

Θήτα

Ιώτα

Κάππα

Λάμδα

Μι

Νι

Ξι

Όμικρον

Πι

Ρω

Σίγμα

Ταύ

Ύψιλον

Φι

Χι

Ψι

Ωμέγα






Εγκυκλοπαίδεια





 


Ύψιλον


 


Ύαγνις: μυθικός μουσικός από τις Κελαινές της Φρυγίας· σύμφωνα με ένα μύθο, υπήρξε μαθητής του Μαριανδυνού, "του εφευρέτη της θρηνητικής αυλωδίας". Στον Ύαγνι αποδιδόταν η εφεύρεση του αυλού (μονού και διπλού) και της αυλητικής τέχνης (Πλούτ. Περί μουσ. 1133F, 7). Στο Πάριο Χρονικό (στ. 10) αναφέρεται: "Ύαγνις ο Φρύξ αυλούς πρώτος ηύρεν εν Κελαιναίς και την αρμονίαν την καλουμένην Φρυγιστί πρώτος ηύλησε και άλλους νόμους Μητρός Διονύσου, Πανός" (ο Ύαγνις από τη Φρυγία πρώτος εφεύρε τους αυλούς, στις Κελαινές, και έπαιξε πρώτος (στον αυλό) τη φρυγική αρμονία και άλλους νόμους της μητέρας του Διόνυσου και του Πάνα [Κυβέλης]). Ο Αλέξανδρος, στη Συναγωγή των περί Φρυγίας, λέει: "Ύαγνιν δε πρώτον αυλήσαι" (πρώτος ο Ύαγνις έπαιξε τον αυλό), "και μετά από αυτόν ο γιος του Μαρσύας και υστέρα ο Όλυμπος" (Πλούτ. Περί μουσ. 1132F, 5). Η εισαγωγή και εξάπλωση στην Ελλάδα του αυλού και της αυλητικής τέχνης, καθώς και της φρυγικής αρμονίας, αποδιδόταν γενικά στους Φρύγες μουσικούς και από παράδοση στην πρώτη "Φρυγική τριάδα", Ύαγνι, Μαρσύα και Όλυμπο. Ο Ανώνυμος (Bell. 34-35, 28) αναφέρει: "η Φρύγιος αρμονία πρωτεύει εν εμπνευστοίς οργάνοις· μάρτυρες οι πρώτοι ευρεταί, Μαρσύας και Ύαγνις και Όλυμπος, οι Φρύγες" (η φρυγική αρμονία ηχεί καλύτερα στα πνευστά όργανα· μάρτυρες οι πρώτοι εφευρέτες Μαρσύας, Ύαγνις και Όλυμπος, οι Φρύγες).

Ύδραυλις: Ύδραυλις με συνοδεία χάλκινου οργάνου επίσης ύδραυλος, υδραυλικόν όργανον· όργανο στο οποίο ο ήχος παραγόταν με υδραυλική πίεση του αέρα. Η αρχή της ύδραυλης βασιζόταν στην πολυκάλαμη σύριγγα ή σύριγγα του Πάνα. Η ανακάλυψη της ύδραυλης αποδόθηκε στον Έλληνα μηχανικό Κτησίβιο από την Αλεξάνδρεια.





Φαίνεται πως η αρχή της παραγωγής ήχων με υδραυλική πίεση του αέρα ήταν μια ιδέα που ο Πλάτων εφάρμοσε σ' ένα νυχτερινό ρολόι, σαν μια μεγάλη κλεψύδρα, στο οποίο οι ώρες ηχούσαν με υδραυλική πίεση του αέρα σε σωλήνες· Αθήν. (Δ', 174Β, 75): "λέγεται δε Πλάτωνα μικράν τινα έννοιαν δούναι του κατασκευάσματος νυκτερινόν ποιήσαντα ωρολόγιον εοικός τω υδραυλικώ, οίον κλεψύδραν μεγάλην λίαν" (λέγεται πως ο Πλάτων έδωσε κάποια ιδέα της κατασκευής [της ύδραυλης], γιατί είχε κατασκευάσει ένα νυχτερινό ρολόι όμοιο προς το υδραυλικό όργανο, σαν μια πολύ μεγάλη κλεψύδρα). Από μερικούς συγγραφείς η εφεύρεση της ύδραυλης αποδιδόταν και στον Αρχιμήδη. Εκλογή βιβλιογραφίας : Hero (Ήρων), The Pneumatics of Hero, translated and edited by Bennet Woodcroft, Λονδίνο 1851. J. Tannery et Carra de Vaux, "L'invention de l'hydraulis", REG 21 (1908), 326-332 (τεύχος I, J. Tannery), 332-340 (τεύχος II, C. de Vaux). Tittel, "Hydraulis", Pauly RE (1914) XVII, στήλ. 60-77. H. G. Farmer, The Organ of the Ancients: from Eastern Sources, Λονδίνο 1931. G. Bedart, "Note sur l'hydraulis", Monde Musical 44 (1933), 225. A. Cellier, "L' Orgue hydraulique d'Aquincum", Monde Musical 44 (1933), 190. K. Sachs Hist., Ν. Υόρκη 1940, σσ. 143-145. J. W. Warman, The Hydraulic Organ, Grove 1954, τ. IV, σσ. 442-443. J. Perrot, The Organ from its Invention in the Hellenistic Period, 1971.

Υμέναιος: γαμήλιο ή επιθαλάμιο τραγούδι. Tο εκτελούσαν φίλοι που συνόδευαν τη νύφη από το πατρικό της σπίτι στο σπίτι του γαμπρού. Ησύχ. : "Υμεναίων· γαμικών ασμάτων, μέλος ωδής" (υμέναιοι· γαμήλια τραγούδια· μελωδίες). Βλ. επίσης Αθήν. ΙΔ', 619Β, 10. Η γαμήλια μελωδία παιζόταν και στον αυλό, ιδίως το μόναυλο. Πολυδ. (IV, 75): "αυλεί δε ο μόναυλος μάλιστα τον γαμήλιον" (το γαμήλιο τραγούδι παίζεται κυρίως με το μόναυλο). Ο Αναξανδρίδης στο Θησαυρό (Αθήν. Δ', 176Α, 78) αναφέρει: "αναλαβών ηύλουν τον υμέναιον" (πήρα το μόναυλο και έπαιξα το γαμήλιο τραγούδι). Βλ. επίσης το λ. γαμήλιον.

Ύμνος: κυρίως θρησκευτική ωδή απευθυνόμενη σ' ένα θεό ή ήρωα· Πλάτων (Νόμοι Γ', 700Β): "και τι ην είδος ωδής ευχαί προς θεούς, όνομα δε ύμνοι επεκαλούντο" (και ένα είδος ωδής, προσευχές προς τους θεούς, που λέγονταν ύμνοι). Ποιητές ύμνων που αναφέρονται από τη μυθική σχεδόν εποχή ήταν ο Ωλήν από τη Λυδία, ο Ορφέας, ο Εύμολπος και ο Μουσαίος. Τέτοιοι ύμνοι ήταν οι γνωστοί Ομηρικοί Ύμνοι, από τους οποίους έχουν διασωθεί 33, σε δακτυλικά εξάμετρο στίχο· ήταν επικά τραγούδια, που απαγγέλλονταν από τους ραψωδούς σε γιορτές. Ύμνοι ήταν επίσης οι θρησκευτικές ωδές στις τραγωδίες· π.χ. ο Ύμνος στον Δία από το χορό στον Αγαμέμνονα (στ. 160 κε.) του Αισχύλου. Ανάμεσα σε ύμνους που έχουν διασωθεί υπάρχουν ορισμένα ενδιαφέροντα αποσπάσματα με μουσική σημειογραφία (βλ. λ. λείψανα ελληνικής μουσικής).

υμνωδός τραγουδιστής ύμνων· υμνωδία· εκτέλεση ύμνων· υμνωδώ· τραγουδώ έναν ύμνο· εγκωμιάζω (ή υμνώ) με τραγούδι· επίσης το ρ. υμνώ.

Υπαγωγεύς: ένα κινητό υποβάσταγμα κατασκευασμένο από ξύλο, σε ημισφαιρικό σχήμα, που χρησιμοποιούνταν για να μικραίνει το μήκος των χορδών είδος τάστου κινητού για έγχορδα όργανα. Βλ. Νικόμ. Εγχ. 10· Πτολ. Αρμ, Ι, 3 και ΙΙ, 2 και 12.

Υπάτη: (=υψίστη)· η πιο χαμηλή νότα ή χορδή· ονομαζόταν έτσι (υπάτη σήμαινε υψίστη), γιατί τοποθετούνταν στο πιο μακρινό άκρο των χορδών. Ο Αριστείδης λέει: "υπάτη δε υπάτων, ότι του πρώτου τετραχόρδου πρώτη τίθεται· το γαρ πρώτον ύπατον εκάλουν οι παλαιοί" (η υπάτη υπατών ήταν η πρώτη νότα του πρώτου τετράχορδου [του χαμηλότερου], γιατί οι αρχαίοι έλεγαν ύπατο το πρώτο). Βλ. λ. ονομασία.

Υπατοειδής: τόπος· η περιοχή της υπάτης· η χαμηλότερη περιοχή της φωνής· πρβ. Ανών. (Bell. 76-77, 63-64 και σημείωση). υπατοειδής φθόγγος λεγόταν ο χαμηλότερος φθόγγος του πυκνού · η νότα που παράγεται από τη χορδή υπάτη (Βακχ. Εισαγ. 43). υπατοειδής τρόπος· ένα στιλ της μελοποιίας (της σύνθεσης του μέλους). Ένας από τους τρεις τρόπους (είδη, στιλ) της σύνθεσης που συζητά ο Αριστείδης (30 Mb, 30 R.P.W.-I.)· ο υπατοειδής τρόπος συμπίπτει με το τραγικό στιλ της σύνθεσης.

Υπαυλώ: συνοδεύω (ένα τραγούδι ή χορό) με αυλό· με αυτή την έννοια είναι συνώνυμο του προσαυλώ. Ο Επίχαρμος, στο έργο του Περίαλλος (στον Αθήν. Δ', 183C, 81), γράφει: "και υπαυλεί σφιν σοφός κιθάρα παριαμβίδας" (και ένας δεξιοτέχνης κιθαριστής παίζει γι' αυτούς παριαμβίδες με συνοδεία αυλού). Αυτή η πρόταση παρουσιάζει κάποιες δυσκολίες και μεταφράστηκε με διάφορους τρόπους· ο Gevaert μεταφράζει: "ενώ στο φλάουτο (αυλό), που ενώνεται με την κιθάρα, ένας επιδέξιος μουσικός παίζει (υπαυλεί) παριαμβίδες". Σημείωση: υπαυλώ κατά το Δημ.: "παίζω τον αυλόν εν συμφωνία".

Υπεραιόλιος τόνος: ο δεύτερος τόνος στη σειρά των 15 τόνων του νεο-αριστοξένειου συστήματος. Βλ. τον πίνακα στο λ. [[τόνος]].

Υπερβατόν: διαβατό με πήδημα, δηλ. με διάστημα μη συνεχές, μεγαλύτερο της 2ας· αντίθ. του εξής. υπερβατόν διάστημα· οποιοδήποτε διάστημα μεγαλύτερο της δευτέρας (στο διατονικό γένος)· διάστημα διαβατό με πήδημα. Το ρ. υπερβαίνω στη μουσική σήμαινε πηδώ, διαβαίνω, περνώ (ή τραγουδώ) με πηδήματα, περνώ πάνω από μια απόσταση δύο φθόγγων με πήδημα, δηλ. διάστημα μεγαλύτερο της δευτέρας (στο διατονικό γένος). υπερβατόν σύστημα ήταν το σύστημα στο οποίο η πορεία της μελωδίας γινόταν με πηδήματα, αντί με συνεχείς βαθμίδες. Αριστόξ. (Αρμ. Ι, 17, 30 Mb): "παν γαρ σύστημα ήτοι. συνεχές ή υπερβατόν εστι" (γιατί κάθε σύστημα είναι ή συνεχές ή υπερβατό). Πρβ. Κλεον. Εισαγ. 10 και Αριστείδης Περί μουσ. 16 Mb.

Υπερβολαιοειδής: τόπος· η περιοχή της φωνής που περιλαμβάνει όλες τις νότες πάνω από τον νητοειδή τόπο· η περιοχή των υπερβολαίων.

Υπερβολαίων: τετράχορδον· το ψηλότερο [[τετράχορδον|τετράχορδο]] στο Σύστημα Τέλειον Μείζον και στο Σύστημα Τέλειον Αμετάβολον (βλ. λ. σύστημα): Οι νότες του τετράχορδου υπερβολαίων, από κάτω προς τα πάνω, ονομάζονταν: τρίτη υπερβολαίων (fa), παρανήτη υπερβολαίων (sol) και νήτη υπερβολαίων (la). Η νότα (mi), χαμηλότερη νότα του τετράχορδου υπερβολαίων και ψηλότερη (πρώτη) του τετράχορδου διεζευγμένων, ονομαζόταν νήτη διεζευγμένων.

Υπερδιάζευξις: σχηματίζεται όταν δύο τετράχορδα χωρίζονται από μια ογδόη. Υπερδιάζευξη γίνεται ανάμεσα στο τετράχορδο υπατών (si - do - re - mi) και στο τετράχορδο υπερβολαίων (mi - fa - sol - la): Βλ. Βακχ. Εισαγ. 87 και Μαν. Βρυέν. Αρμ. (Wallis III, 506).

Υπερδώριος: τόνος· ο πέμπτος τόνος στη σειρά των 15 τόνων του νεο-αριστοξένειου συστήματος· ήταν ο μιξολύδιος τόνος του αριστοξένειου συστήματος των 13 τόνων (αρ. 3 στον σχετικό πίνακα). Βλ. λ. [[τόνος]].

Υπεριάστιος: ή υπεριώνιος, τόνος· ο τέταρτος τόνος στη σειρά των 15 τόνων του νεο-αριστοξένειου συστήματος. Ήταν ο μιξολύδιος οξύτερος, αρ. 2, του αριστοξένειου συστήματος των 13 τόνων. Βλ. λ. τόνος.

Υπερλύδιος: τόνος· ο πρώτος τόνος στη σειρά των 15 τόνων του νεο-αριστοξένειου συστήματος. Βλ. λ. τόνος.

Υπερμέση: η χορδή "πιο πάνω" από τη μέση ως προς τη θέση της στη λύρα ή την κιθάρα, αλλά χαμηλότερη στο ύψος από τη μέση κατά μία δευτέρα. Η υπερμέση ονομάστηκε αργότερα λιχανός. Πρβ. Ch.-Em. Ruelle, Deux textes grecs anonymes, Παρίσι 1878, σ. 5. Νικόμ. Εγχειρίδιον 3 και Γ. Παχυμέρης (στις Notices του Vincent, 406). Βλ. τα λ. λύρα και λιχανός.

Υπερμιξολύδιος: τόνος· ο ψηλότερος τόνος (αρ. 1) στο αριστοξένειο σύστημα των 13 τόνων και ο τρίτος (με το όνομα υπερφρύγιος) στο νεο-αριστοξένειο σύστημα των 15 τόνων. Βλ. λ. τόνος.

Υπέρτονος: (Δημ. και LSJ) τεντωμένος στο έπακρο· υπερβολικά οξύς η δυνατός. υπέρτονον σάλπισμα πολύ δυνατό (ή πολύ οξύ στο ύψος) σάλπισμα.

Υπερυπάτη: ο Αριστείδης (Περί μουσ. 10 Mb, 8 R.P.W.-I.) ονομάζει υπερυπάτες τις νότες (ή χορδές) που είναι χαμηλότερες της υπάτης μέσων, και οι οποίες είναι φθόγγοι "κινούμενοι" και αλλάζουν σύμφωνα με το γένος· "αύται γενικώς υπερυπάται καλούνται".

Υπερφρύγιος: τόνος· ο τρίτος τόνος στη σειρά των 15 τόνων του νεο-αριστοξένειου συστήματος και ο ψηλότερος τόνος στο αριστοξένειο σύστημα των 13 τόνων, με το όνομα υπερμιξολύδιος. Βλ. λ. τόνος.

Υπηχώ: αντηχώ· ηχώ σε απάντηση (Δημ., LSJ). Πρβ. Αριστοτ. Προβλ. XIX, 24 και 42.

Υποαιόλιος: τόνος, ή υπολύδιος βαρύτερος· ο δέκατος τόνος στο αριστοξένειο σύστημα των 13 τόνων και δωδέκατος στο νεο-αριστοξένειο σύστημα των 15 τόνων. Βλ. λ. τόνος.

Υπογύπωνες: χορευτές, οι οποίοι κρατούσαν μπαστούνια και χόρευαν μιμούμενοι τους γέροντες. Πολυδ. (IV, 104): "οι δε υπογύπωνες, γερόντων υπό βακτηρίαις την μίμησιν είχον" (οι υπογύπωνες με μπαστούνια μιμούνταν τους γέρους). Και ο χορός τους λεγόταν υπογύπωνες.

Υποδιάζευξις: σχηματίζεται όταν δύο τετράχορδα χωρίζονται από διάστημα πέμπτης και οι ακρινές νότες τους βρίσκονται σε απόσταση ογδόης. Μαν. Βρυέν. (Αρμον. Wallis ΙΙΙ, 505-506): "υποδιάζευξη είναι, όταν ανάμεσα σε δύο τετράχορδα παρεμβάλλεται το διάστημα της πέμπτης, και οι ακρινοί τους φθόγγοι βρίσκονται σε μια συμφωνία ογδόης μεταξύ τους. Υπάρχουν δύο υποδιαζεύξεις, μια χαμηλότερη και μια ψηλότερη. Η πρώτη (α) σχηματίζεται όταν το τετράχορδο υπατών χωρίζεται από το τετράχορδο διεζευγμένων με το τετράχορδο μέσων και έναν τόνο, μεταξύ μέσης και παραμέσης. Η δεύτερη (β) σχηματίζεται όταν το τετράχορδο μέσων χωρίζεται από το τετράχορδο υπερβολαίων με τον τόνο μεταξύ μέσης και παραμέσης (la - si) και το τετράχορδο διεζευγμένων", Ανάμεσα στις ακρινές νότες (si - si και mi - mi) υπάρχει απόσταση ογδόης. Βλ. επίσης Βακχ. Εισαγ. 83, C.v.J. 311, Mb 21.

Υποδώριος αρμονία: ή υποδωριστί· το ακόλουθο οκτάχορδον στο διατονικό γένος: la - sol - fa - mi - re - do - si - la. Αυτή η αρμονία ήταν γνωστή ως αιολία (ή αιολιστί), αλλά μετά την εποχή του Αριστόξενου ο όρος υποδώριος χρησιμοποιήθηκε γενικά. Ο Αθήναιος (ΙΔ', 625Α, 19) υποστηρίζει ότι η έκφραση υποδώριος χρησιμοποιήθηκε κατ' αναλογία προς παρόμοιες εκφράσεις: "όπως ονομάζουμε ό,τι μοιάζει στο λευκά υπόλευκο και ό,τι δεν είναι γλυκό, αλλά ωστόσο κοντά σε αυτό, υπόγλυκο, κατά τον ίδιο τρόπο ονομάζουμε υποδώριο εκείνον που δεν είναι ολότελα δώριος". Πρβ. Θησ. Ελλ. Γλ. Η', στηλ. 327-328.

υποδώριος, τόνος ο χαμηλότερος από τους 13 τόνους στο αριστοξένειο σύστημα και από τους 15 τόνους στο νεο-αριστοξένειο σύστημα. Βλ. λ. τόνος.

Υποθέατροι: αυλοί· η λέξη εμφανίζεται στον Πολυδεύκη (IV, 82) με την εξήγηση ότι αυτοί οι αυλοί χρησιμοποιούνταν για την εκτέλεση των αυλητικών νόμων ("υποθεάτρους δε αυλούς, επί τοις νόμοις τοις αυλητικοίς"). Στον Δημ. η λέξη υπότρητοι προτείνεται ως πιθανή στη θέση των υποθεάτρων· στο LSJ η λέξη υπόθετρον (είδος μουσικής εκτέλεσης) προτείνεται αντί της λ. υποθέατροι.

Υποϊάστιος: τόνος, ή υποϊώνιος· ο 14ος τόνος στη σειρά των 15 τόνων του νεο-αριστοξένειου συστήματος. Βλ. λ. τόνος.

Υποκιθαρίζω: συνοδεύω το τραγούδι με την κιθάρα. Πρβ. Ομ. Ιλ. Σ 570, και Scholia in Homeri Iliaden από τον Dindorf, Oξφόρδη 1875, τ. II, 177.

Υποκρέκω: και υποτερετίζω· LSJ: "σε έγχορδα όργανα, απαντώ σε συμφωνία". Η Σούδα γράφει: "υποκρεκόντων, κρουόντων, εγγιζόντων, τερετιζόντων". Πρβ. Πίνδ., 9ος Ολυμπιόνικος 38 και Schol. Βλ. το άρθρο του Ε. Κ. Borthwick στην Class. Rev. 79 (1965), 252 κε.

Υπολύδιος αρμονία: ή υπολυδιστί· το ακόλουθο οκτάχορδον, στο διατονικό γένος: fa - mi - re - do - si - la - sol - fa. Η αρμονία αυτή ονομαζόταν από τον Πλάτωνα χαλαρά λυδιστί, από τον Πλούταρχο ανειμένη ή επανειμένη λυδιστί, ενώ στον Αριστείδη Κοϊντιλιανό εμφανίζεται ως λύδιος (λυδική). Η εφεύρεση της υπολυδικής αρμονίας αποδιδόταν στον Πολύμνηστο (τέλη του 6ου αι. π.Χ.). υπολύδιος, τόνος· ο ένατος τόνος των 13 τόνων του αριστοξένειου συστήματος και ενδέκατος στους 15 τόνους του νεο-αριστοξένειου συστήματος. Βλ. λ. τόνος.

Υπόρχημα: (α) υπόρχημα ήταν ένα μέλος που τραγουδιόταν με όρχηση προς τιμήν του Απόλλωνα. Υπόρχημα λεγόταν και ο ίδιος ο χορός. Ο Λουκιανός (Περί ορχήσεως 16) λέει: "Στη Δήλο οι θυσίες όχι μόνο δε γίνονταν χωρίς όρχηση, αλλά γίνονταν και με χορό και με μουσική... τα τραγούδια που σύνθεταν γι' αυτούς τους χορούς λέγονταν υπορχήματα". Και ο Πρόκλος (Χρηστομ. 17): "Υπόρχημα δε το μετ' όρχήσεως αδόμενον μέλος" (υπόρχημα ήταν ένα τραγούδι που τραγουδιόταν με όρχηση). Στο Ετυμολ. Μέγα (έκδ. Th. Gaisford, σ. 690) σημειώνεται: "Υπορχήματα δε, άτινα πάλιν έλεγον ορχούμενοι και τρέχοντες κύκλω του βωμού, καιομένων των ιερείων" (Υπορχήματα [ήταν] εκείνα τα τραγούδια που τραγουδούσαν ενώ χόρευαν και έτρεχαν γύρω από το βωμό, κατά το κάψιμο των σφαγίων). Το υπόρχημα είχε τρία σχήματα (φιγούρες)· στο πρώτο, όλα τα μέλη του χορού χόρευαν και τραγουδούσαν μαζί· στο δεύτερο, ο χορός μοιραζόταν σε δύο ομάδες, από τις οποίες η μια χόρευε και η άλλη τραγουδούσε· στο τρίτο, ο κορυφαίος τραγουδούσε, ενώ όλοι οι άλλοι χόρευαν. Το υπόρχημα συνοδευόταν στην αρχή από τη φόρμιγγα και αργότερα από τον αυλό και την κιθάρα (ή τη λύρα)· Λουκιανός Περί ορχ. 16: "και εμπέπληστο των τοιούτων η λύρα" (και η λύρα γέμιζε όλα αυτά). Ο Πολυδεύκης (IV, 82) λέει πως ο δακτυλικός αυλός χρησιμοποιούνταν στα υπορχήματα. (β) υπόρχησις· άλλος όρος για το υπόρχημα.

Υποσυναφή: όρος που χρησιμοποιείται όταν ανάμεσα σε δύο όμοια τετράχορδα τοποθετείται το διάστημα τετάρτης. Υποσυναφή σχηματίζεται όταν ανάμεσα στο τετράχορδο συνημμένων και στο τετράχορδο υπατών τοποθετείται το τετράχορδο μέσων: Πρβ. Βακχ. Εισ. 85· Μ. Βρυέν. Αρμον. Wallis III, 506.

Υποφρύγιος αρμονία: το ακόλουθο οκτάχορδον (sol - sol) στο διατονικό γένος: sol - fa - mi - re - do - si - la - sol. Πριν από τον Αριστόξενο, η αρμονία αυτή ήταν γνωστή ως ιαστί ή χαλαρά ιαστί (Πλάτων), δηλ. χαλαρά ιωνική. υποφρύγιος τόνος· ο 11ος τόνος στο αριστοξένειο σύστημα των 13 τόνων και ο 13ος στο νεο-αριστοξένειο σύστημα των 15 τόνων. Βλ. λ. τόνος.

Υφέν: (υφ' έν)· μια καμπύλη που ενώνει δύο διαδοχικές νότες: Γ?L, L ?F, F?C κτλ. Όταν η πρώτη νότα ήταν χαμηλότερη, το φαινόμενο λεγόταν από μερικούς υφ' έν έσωθεν (α), και όταν η πρώτη ήταν ψηλότερη, λεγόταν υφ' έν έξωθεν (β). Η υφέν ήταν το αντίθετο της διαστολής· ο Sergius (στις Notices του Vincent, 221) λέει: "Hyphen est contraria diastole". Πρβ. Ανών . (Bell. 4 και 86-87) και Notices 53, 221.

Υφόλμιον: το κατώτερο τμήμα του επιστόμιου, που υποβάσταζε τον όλμο. Στερεωνόταν στο βόμβυκα (βλ. λ. βόμβυξ) του αυλού και είχε σχήμα βολβού. Ο όλμος και το υφόλμιο αποτελούσαν το επιστόμιο του αυλού. Πρβ. Φερεκράτης (στο Φώτ. Λεξ. 464). Πολυδ. (IV, 70): "των δε άλλων αυλών τα μέρη... όλμοι και ύφόλμια".




 



 
©2010